αλδόζες

αλδόζες
Οργανικές ενώσεις τύπου (CH2Ο)n που σημαίνει ότι το μόριό τους περιέχει n ομάδες που αναλογούν σε ένα άτομο άνθρακα, δύο υδρογόνου και ένα οξυγόνου, και οι οποίες χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη μιας αλδεϋδομάδας εκτός των διαφόρων αλκοολομάδων. Ανάλογα με το αν το n έχει τιμές 2, 3, 4, …, δηλαδή αν υπάρχουν 2, 3, 4, ..., άτομα άνθρακα, οι α. ονομάζονται διόζες, τριόζες, τετρόζες κ.ο.κ. Οι α. συναντιώνται στον χημικό σχηματισμό μεγάλου μέρους σακχάρων και ιδιαίτερα της γλυκόζης, της μανόζης και της γαλακτόζης.
* * *
οι βιοχ.
οργανικές ενώσεις οι οποίες ανήκουν στους μονοσακχαρίτες, μαζί με τις κετόζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aldose(s) < ald- (< aldehyde, «ἀλδεΰδη» πρβλ. ἀλδεΰδες) + κατάλ. -ose (πρβλ. -όζη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξόζες — Υδατάνθρακες του γενικού τύπου C6H12O6. Χαρακτηρίζονται από την παρουσία έξι ατόμων άνθρακα στο μόριό τους. Υποδιαιρούνται σε αλδόζες και κετόζες, ανάλογα με το αν περιέχουν αλδεϋδική ομάδα ή κετονική, ενώ οι υπόλοιπες ομάδες είναι αλκοολικές.… …   Dictionary of Greek

  • κετόζες — Γενική ονομασία των μονοσακχαριτών που περιέχουν μια κετονομάδα. Έχουν ανάλογες φυσικοχημικές ιδιότητες με τις αλδόζες. Στη φύση είναι λιγότερο διαδομένες από τις αλδόζες και ανάμεσα σε αυτές η πιο γνωστή είναι η φρουκτόζη ή λαιβουλόζη η οποία,… …   Dictionary of Greek

  • ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… …   Dictionary of Greek

  • δισακχαρίτες — Οργανικές ενώσεις που ανήκουν στην τάξη των σακχάρων. Οι δ. περιέχονται στις ρίζες, στα στελέχη και στους σπόρους πολλών φυτών, σε ποσότητα που κυμαίνεται· ζωικής προέλευσης είναι η γαλακτόζη, που περιέχεται στο γάλα των θηλαστικών. Οι δ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • Μπούτλεροφ, Αλεξάντρ Μιχαήλοβιτς — (Καζάν 1828 – 1886). Ρώσος χημικός. Διετέλεσε καθηγητής της χημείας στο Καζάν, από όπου το 1868 μετατέθηκε στην Πετρούπολη, όπου έγινε επίτιμο μέλος της Αμερικανικής Χημικής Εταιρείας. Ο Μ. ανέπτυξε πολύ ενδιαφέρουσες εργασίες επί της οργανικής… …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”