εξόζες — Υδατάνθρακες του γενικού τύπου C6H12O6. Χαρακτηρίζονται από την παρουσία έξι ατόμων άνθρακα στο μόριό τους. Υποδιαιρούνται σε αλδόζες και κετόζες, ανάλογα με το αν περιέχουν αλδεϋδική ομάδα ή κετονική, ενώ οι υπόλοιπες ομάδες είναι αλκοολικές.… … Dictionary of Greek
κετόζες — Γενική ονομασία των μονοσακχαριτών που περιέχουν μια κετονομάδα. Έχουν ανάλογες φυσικοχημικές ιδιότητες με τις αλδόζες. Στη φύση είναι λιγότερο διαδομένες από τις αλδόζες και ανάμεσα σε αυτές η πιο γνωστή είναι η φρουκτόζη ή λαιβουλόζη η οποία,… … Dictionary of Greek
ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… … Dictionary of Greek
δισακχαρίτες — Οργανικές ενώσεις που ανήκουν στην τάξη των σακχάρων. Οι δ. περιέχονται στις ρίζες, στα στελέχη και στους σπόρους πολλών φυτών, σε ποσότητα που κυμαίνεται· ζωικής προέλευσης είναι η γαλακτόζη, που περιέχεται στο γάλα των θηλαστικών. Οι δ. είναι… … Dictionary of Greek
Μπούτλεροφ, Αλεξάντρ Μιχαήλοβιτς — (Καζάν 1828 – 1886). Ρώσος χημικός. Διετέλεσε καθηγητής της χημείας στο Καζάν, από όπου το 1868 μετατέθηκε στην Πετρούπολη, όπου έγινε επίτιμο μέλος της Αμερικανικής Χημικής Εταιρείας. Ο Μ. ανέπτυξε πολύ ενδιαφέρουσες εργασίες επί της οργανικής… … Dictionary of Greek
σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… … Dictionary of Greek